- οἰωνιστική
- οἰωνιστικόςoffem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οιονοϊστική — οἰονοϊοτική, ἡ (Α) λέξη που προήλθε από συμφυρμό τών λέξεων οίησις, νους, ιστορία και η οποία χρησιμοποιούνταν από τον Πλάτωνα ειρωνικά για την ετυμολογία τής λέξης οιωνιστική … Dictionary of Greek
οιωνιστικός — οἰωνιστικός, ή, όν (Α) [οιωνίζομαι] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στον οιωνό («ὁ πταρμὸς σημεῑον οἰωνιστικόν», Αριστοτ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ οἰωνιστική η τέχνη τού οιωνοσκόπου, η οιωνοσκοπία … Dictionary of Greek